εκφυλισμός

Greek Monolingual

ο
1. εκφύλιση, παραφθορά
2. (για ανθρ.) διαφθορά, εξαχρείωση, ηθική κατάπτωση, έκλυση ηθών
3. ύφεση, υποχώρηση κάποιου κακού (π.χ. επιδημίας, αρρώστιας), εξασθένιση, χαλάρωση.