(-έω) (AM ἐκφωνῶ)
νεοελλ.
απαγγέλλω δυνατά, διαβάζω μεγαλόφωνα
«εκφωνώ λόγο», «εκφωνώ τα ονόματα τών μαρτύρων»
αρχ.-μσν.
1. κραυγάζω2. λέγω, αποφαίνομαι
3. προφέρω, απαγγέλλω
4. κοινοποιώ, γνωστοποιώ με κήρυκα
5. μνημονεύω ρητά, κάνω μνεία
6. καθορίζω («εἰ μὴ ἐκφωνήσω χρόνον»).