ελεύθω
German (Pape)
Greek Monolingual
ἐλεύθω (Α)
έρχομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τού ενεστ. ελεύθω χρησιμοποιείται κυρίως ο μέλλ. ελεύσομαι (εκτός της αττικής διαλέκτου, στην οποία απαντά το τ. είμι), ο αόρ. ήλθον- και επικ. ήλυθον και ο παρακμ. ελήλυθα ιων.-αττ. και επικ. ειλήλουθα. Ως ενεστώτας χρησιμοποιείται προπάντως ο τ. έρχομαι και είμι. Ο μελλ. ελεύσομαι και ο παρακμ. ελήλυθα σχηματίζονται από θ. ελευθ- / ελυθ-, του οποίου το τελικό δασύ οδοντικό -θ- δεν απαντά σταθερά
πρβλ. ήλυσις, ελήλυμεν, (προσ)-ήλυτος, νέ-ηλυς κ.λπ. Πρόκειται ίσως για αναλογικούς σχηματισμούς κατά το ελεύθσομαι, αλλά είναι πιθ. επίσης το -θ- να αποτελεί μορφολογικό στοιχείο με εκφραστική αξία, μέσω του οποίου δηλώνεται η ολοκλήρωση μιας πράξεως. Η συνήθης σύνδεση με αρχ. ιρλ. αόρ. lod, luid και αρχ. ινδ. ro(d)hati οδηγεί στην υπόθεση υπάρξεως αρχικού προθηματικού –ελ- στον ελλ. τ. Υποστηρίχτηκε ότι υπάρχει αρχική ρίζα el-eu, el-u, συχνά παρεκτεταμένη με dh. Σχετικά με τους τ. του αορ. ήλυθον και ήλθον, επειδή ο πρώτος απαντά στην επική και λυρική ποίηση και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα el- (πρβλ. ελαύνω), θεωρείται αρχικός. Ο δε τ. ήλθον ερμηνεύτηκε είτε ως συμφυρμός τών ήλυθον και δωρ. ήνθον είτε τών ήλυθον και ήρθον (του έρχομαι) είτε ως συγκεκομμένος τ. του ήλυθον].