εμπλέκω
Greek Monolingual
(AM ἐμπλέκω)
1. πλέκω κάτι μαζί με κάτι άλλο, συνδυάζω στενά
2. κάνω κάποιον να αναμιχθεί σε κάτι, συνήθως δυσάρεστο ή επικίνδυνο («τον ενέπλεξε σε περιπέτειες», «τους έκανε να εμπλακούν σε διαμάχες κ.λπ.»)
νεοελλ.
εμπλέκομαι
βρίσκομαι ανακατεμένος, έχω στενή σχέση σε κάποιο θέμα, κατάσταση κ.λπ
μσν.
εμπλέκομαι
1. περικυκλώνω
2. αγκαλιάζω
αρχ.
1. ενώνω, συνδέω
2. (-ομαι)
συνάπτω ερωτικές σχέσεις.