ενδιάθετος
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐνδιάθετος, -ον)
1. αυτός που ευρίσκεται ή γίνεται μέσα στην ψυχή χωρίς να εκφράζεται («ενδιάθετος λόγος»)
2. εκείνος που προέρχεται από τη νόηση
3. έμφυτος, φυσικός
4. φρ. «ἐνδιάθετα βιβλία της Ἁγίας Γραφῆς» — τα αναγνωρισμένα ως κανονικά από την Εκκλησία
αρχ.
1. αυθόρμητος, απροσποίητος
2. αγαπητός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνδιάθετον
φιλική διάθεση.