ενιδρύω

Greek Monolingual

(AM ἐνιδρύω)
ιδρύω σ' έναν τόπο, εγκαθιδρύω, τοποθετώ μέσα, θεμελιώνω («τὸν θεὸν ἐδεξάμην τε καὶ ἐνίδρυσα τῇ ψυχῇ», Θεμίστ.)
μσν.
εγκαθιστώ («τὸν Θεοδόσιον Ἀρκάδιον ἐνίδρυσε τοῖς βασιλείοις θρόνοις», Μανασσ.)
αρχ.
1. μέσ. ενιδρύομαι
χτίζω, θεμελιώνω, οικοδομώ για τον εαυτό μου
2. παθ. α) φοιτώ, συχνάζω
β) έχω ιδρυθεί μέσα σε κάτι
3. (αμτβ.) εγκαθίσταμαι.