ενικός

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ενικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μονάδα, που δηλώνει την έννοια του ενός, που σημαίνει ένα μόνο πρόσωπο ή πράγμα
2. γραμμ. «ενικός αριθμός» και, με παράλειψη του «αριθμός», ως ουσ. ενικός
η τυπική μορφή τών κλιτών λέξεων (άρθρου, ουσιαστικού, επιθέτου, αντωνυμίας, ρήματος και μετοχής) που σχηματίζεται με την κατάληξη και δηλώνει ότι πρόκειται για ένα πρόσωπο ή πράγμα (ή και για πολλά, που νοούνται όμως περιληπτικά ως ένα)
επίσης με την πρόταξη άρθρου σε άκλιτες λέξεις (π.χ. το έχειν, το υπάρχειν, το σαφώς, το ενίοτε) δηλώνεται ότι η άκλιτη λέξη, που εκφέρεται έτσι ως ουσ., νοείται ως ένα
νεοελλ.
1. φρ. «του μιλά στον ενικό» — ως δείγμα μεγάλης οικειότητας ή ανεπίτρεπτης αγένειας
2. (φιλοσ.) «ενικές ή ενιστικές θεωρίες» — οι αναφερόμενες στην κοσμοθεωρία του ενισμού, που δέχεται μία μόνο αρχή τών όντων, ότι δηλ. τα πάντα στον κόσμο είναι μόνο ένα
αρχ.
ως φιλοσοφικός όρος τών Νεοπλατωνικών (και με παραθετικά -ώτερος, -ώτατος) σημαίνει αυτόν που δηλώνει ενότητα, τον ίδιο τον ατομικό.
επίρρ...
ενικώς
1. στον ενικό αριθμό
2. με τρόπο που δηλώνει ενότητα, ατομικώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εις, ενός + -ικός].