πρόταξη

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source

Greek Monolingual

η / πρόταξις, -άξεως, ΝΑ προτάσσω
1. η πράξη και το αποτέλεσμα του προτάσσω, η τοποθέτηση μπροστά («ζήτησαν πρόταξη της δίκης»)
2. η παράταξη τών στρατιωτών στην πρώτη γραμμή της μάχης
νεοελλ.
γραμμ.
1. το να βρίσκεται ένα φωνήεν μπροστά από κάποιο άλλο μαζί με το οποίο αποτελεί δίφθογγο
2. φαινόμενο κατά το οποίο μερικές λέξεις παίρνουν ένα φωνήεν στην αρχή όπως λ.χ. βδέλλα αβδέλλα
αρχ.
(κατά το λεξ. Σούδα) «πρόταξις ψιλῶν ὅταν τῶν ἄλλων ἐν πολέμῳ οὗτοι προτάττωνται, ὑπόταξις δὲ ὅταν ὑποτάττωνται, προσύνταξις δὲ ὅταν και ἐμπλεκόμενοι τῇ φάλαγγι παρ' ἄνδρα τάττωνται, λέγεται καὶ παρένταξις τοῦτο».