πρόταξη
Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will
Greek Monolingual
η / πρόταξις, -άξεως, ΝΑ προτάσσω
1. η πράξη και το αποτέλεσμα του προτάσσω, η τοποθέτηση μπροστά («ζήτησαν πρόταξη της δίκης»)
2. η παράταξη τών στρατιωτών στην πρώτη γραμμή της μάχης
νεοελλ.
γραμμ.
1. το να βρίσκεται ένα φωνήεν μπροστά από κάποιο άλλο μαζί με το οποίο αποτελεί δίφθογγο
2. φαινόμενο κατά το οποίο μερικές λέξεις παίρνουν ένα φωνήεν στην αρχή όπως λ.χ. βδέλλα αβδέλλα
αρχ.
(κατά το λεξ. Σούδα) «πρόταξις ψιλῶν ὅταν τῶν ἄλλων ἐν πολέμῳ οὗτοι προτάττωνται, ὑπόταξις δὲ ὅταν ὑποτάττωνται, προσύνταξις δὲ ὅταν και ἐμπλεκόμενοι τῇ φάλαγγι παρ' ἄνδρα τάττωνται, λέγεται καὶ παρένταξις τοῦτο».