η ενσταλάζω1. η αργή εκροή υγρού στάλα στάλα2. θεραπευτική μέθοδος κατά την οποία εισάγεται με σταγόνες υγρό φάρμακο μέσα σε κάποια κοιλότητα του οργανισμού.