ενστάλαξη

Greek Monolingual

η ενσταλάζω
1. η αργή εκροή υγρού στάλα στάλα
2. θεραπευτική μέθοδος κατά την οποία εισάγεται με σταγόνες υγρό φάρμακο μέσα σε κάποια κοιλότητα του οργανισμού.