εντολή
Greek Monolingual
η (AM ἐντολή)
1. παραγγελία, διαταγή («εἴπας πρὸς Θρασύβουλον τοῦ Λυδοῦ τὰς ἐντολὰς ἀπῆλθε», Πίνδ.)
2. θεία επιταγή («φυλάξω τὰς ἐντολάς σου»)
3. εξουσιοδότηση
4. οι εντολές
οι παραγγελίες που έδωσε ο θεός στον Μωυσή, οι δέκα εντολές
νεοελλ.
1. σύμβαση κατά την οποία ο εντολέας αναθέτει στον εντολοδόχο τη διεξαγωγή υπόθεσης χωρίς αμοιβή
2. έμβασμα, χρηματικό ποσό που καταβάλλεται μέσω της τράπεζας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο του ρ. εντέλλω, που απαντά συνηθέστερα στη μέση φωνή. Η λ. εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα του ρ. τέλλω «κάνω κάτι να εγερθεί-εκτελώ».
ΠΑΡ. αρχ. εντολίδιον, εντολικός, εντολιμαίον
νεοελλ.
εντολέας.
ΣΥΝΘ. αρχ. εντολοφύλαξ
νεοελλ.
εντολοδότης, εντολοδόχος].