εξεικονίζω
Greek Monolingual
(AM ἐξεικονίζω) εικονίζω
απεικονίζω, αναπαριστάνω ακριβώς με απεικόνιση
μσν.- νεοελλ.
1. αναπαριστώ κάτι με ζωηρότητα και ακρίβεια σαν να το ζωγραφίζω
μσν.
φαντάζομαι, φέρνω στη φαντασία μου
αρχ.
1. ενεργώ ως όμοιος με κάποιον
2. παθ. παίρνω μορφή από άμορφη κατάσταση.