επίκλητος
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐπίκλητος, -ον) επικαλώ
νεοελλ.
αυτός που τον επικαλέστηκε κάποιος για βοήθεια
αρχ.
1. αυτός που προσκλήθηκε, που συγκλήθηκε για κάποιο σκοπό
2. βοηθός στον πόλεμο, καλεσμένος για βοήθεια, σύμμαχος («ἐπίκλητοί σφι ἐόντες εἵποντο», Ηρόδ.)
3. αυτός που καλείται, που ενάγεται στο δικαστήριο
4. (για προσκεκλημένους) υπεράριθμος
5. ξένος, από ξένη χώρα, αλλοδαπός
6. διακεκριμένος, επίσημος
7. επονομαζόμενος, καλούμενος («πηγή ἐπίκλητος Σιαγόνος», Ωριγ.)
8. αυτός που καλείται σ’ ένα αξίωμα, επομένως διακεκριμένος, επιφανής
9. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπίκλητος
ἐπίξενος, δαιτυμών»
10. ο πληθ. ως ουσ. οἱ ἐπίκλητοι
οι σύμβουλοι του βασιλιά τών Περσών.