επίκριση

Greek Monolingual

η (AM ἐπίκρισις) επικρίνω
δυσμενής κρίση, μομφή, επιτίμηση
νεοελλ.
τελική κρίση για τη σημασία και την πρόγνωση νόσου
αρχ.
1. απόφαση μετά από έλεγχο
2. κρίση διαιτητή
3. βεβαίωση, πιστοποίηση
4. (στην Αίγυπτο) κρίση για όσους μπορούν να απαλλαγούν από τον κεφαλικό φόρο
5. (στην Αλεξάνδρεια) τρόπος αναθεωρήσεως τών στρατολογικών καταλόγων.