επαρχή

Greek Monolingual

ἐπαρχή, η (Α)
επιγρ.
1. η συνεισφορά χρημάτων στο κοινό ταμείο, όταν κάποιος αναλάμβανε κάποια αρχή, ή προς τον δήμο, κάθε φορά που οι εισπράξεις δεν επαρκούσαν για την αντιμετώπιση τών αναγκών του
2. απαρχή.