ἐπαρχή

From LSJ

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαρχή Medium diacritics: ἐπαρχή Low diacritics: επαρχή Capitals: ΕΠΑΡΧΗ
Transliteration A: eparchḗ Transliteration B: eparchē Transliteration C: eparchi Beta Code: e)parxh/

English (LSJ)

ἡ, = ἀπαρχή, IG22.1672.182, 263, 22.1215.13, 7.235.20 (Oropus), Delph.3(2).88.

German (Pape)

[Seite 905] ἡ, ein nachfolgendes Amt, Curt. Inscr. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαρχή: ἡ, συνεισφορά, ἐπαρχήν ἐπάρχονται οἱ δημόται ἀπὸ τῆς ἀρχῆς ἕκαστος ἦς ἂν λάχῃ C. I. A. 2. 588, ἴδε Koehl. ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

ἐπαρχή, η (Α)
επιγρ.
1. η συνεισφορά χρημάτων στο κοινό ταμείο, όταν κάποιος αναλάμβανε κάποια αρχή, ή προς τον δήμο, κάθε φορά που οι εισπράξεις δεν επαρκούσαν για την αντιμετώπιση τών αναγκών του
2. απαρχή.