ἐπιάλλω (Α)1. στέλνω («ἐπεὶ δὲ Ζεὺς οὖρον ἴαλλεν»)2. παρασκευάζω3. χρησιμοποιώ κάτι εναντίον άλλου («ἐπιαλῶ [τὸ κέντρον] κεντῶν ὑπὸ τὸν πρωκτόν σε», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ιάλλω «στέλνω»].