ἐπιάλλω
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
English (LSJ)
fut. ἐπιᾰλῶ: aor. ἐπίηλα [ῑ]:—send upon, ἑτάροις ἐπὶ χεῖρας ἴαλλε laid hands upon them, Od.9.288; ἐπὶ δὲ Ζεὺς οὖρον ἴαλλεν 15.475; οὗτος γὰρ ἐπίηλεν τάδε ἔργα for this man brought these deeds to pass, 22.49; also in Com., ἐπιαλῶ (sc. τὸ κέντρον) I will lay it on, Ar.Nu.1299, cf. Fr.552 (dub. l.), Phryn.Com.1 (dub. l.).
German (Pape)
[Seite 927] zusenden, zuschicken, darauf werfen; als tmesis rechnet man hierher ἑτάροις ἐπὶ χεῖρας ἴαλλεν Od. 9, 288, wie ἐπὶ δὲ Ζεὺς οὖρον ἴαλλεν 15, 475 u. ἐπὶ δεσμὸν ἴηλεν 8, 447; – οὗτος γὰρ ἐπίηλεν τάδε ἔργα Od. 22, 49, er hat die Dinge zu Wege gebracht, veranlaßt; Ar. Nubb. 1281 ἐπιαλῶ, nach dem Schol., der ἐπιπέμψω erklärt, schwankte die Lesart; Thuc. 5, 77, in einem Bündniß, οἴκαδε ἐπιάλλειν. – Att. ἐφιάλλω, Ar. Vesp. 1348 Pax 424.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπιαλῶ, ao. ἐπίηλα, pf. inus.
envoyer sur, vers ou en avant ; fig. ἐπ. ἔργα OD prendre l'initiative d'une entreprise.
Étymologie: ἐπί, ἰάλλω.
English (Autenrieth)
send upon; only aor. 1, ἐπίηλεν τάδε ἔργα, ‘brought to pass,’ Od. 22.49†.
Greek Monolingual
ἐπιάλλω (Α)
1. στέλνω («ἐπεὶ δὲ Ζεὺς οὖρον ἴαλλεν»)
2. παρασκευάζω
3. χρησιμοποιώ κάτι εναντίον άλλου («ἐπιαλῶ [τὸ κέντρον] κεντῶν ὑπὸ τὸν πρωκτόν σε», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ιάλλω «στέλνω»].
Greek Monotonic
ἐπιάλλω: μέλ. -ιᾰλῶ· αόρ. αʹ -ίηλα (με ῑ)· στέλνω σε, εναντίον, επιβάλλω, ἑτάροις ἐπὶ χεῖρας ἴαλλεν, άπλωσε τα χέρια πάνω σε αυτά, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπίηλεν τάδεἔργα, προκάλεσε, επέφερε αυτά τα έργα, στο ίδ.· ἐπιαλῶ (ενν. τὸ κέντρον), θα το βάλλω σε ενέργεια, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπῐάλλω: (aor. ἐπίηλα, fut. ἐπιᾰλῶ)
1 посылать (οὖρον Hom. - in tmesi): ἐ. χεῖράς τινι Hom. - in tmesi протягивать руки к кому-л.;
2 возбуждать, вызывать: ἐ. ἔργα τινά Hom. класть начало чему-л.;
3 вгонять, втыкать (τι Arph.).
Middle Liddell
fut. -ιᾰλῶ aor1 -ίηλα with ι
to send upon, lay upon, ἑτάροις ἐπὶ χεῖρας ἴαλλεν laid hands upon them, Od.; ἐπίηλεν τάδε ἔργα brought these deeds to pass, Od.; ἐπιαλῶ (sc. τὸ κέντρον) I will lay it on, Ar.