ερείπω
Greek Monolingual
ἐρείπω (Α)
1. μεταβάλλω σε ερείπια, κατεδαφίζω, καταστρέφω, κατακρημνίζω («ἐρέριπτο δὲ τεῖχος Ἀχαιῶν» — γκρεμίστηκε το τείχος τών Αχαιών, Ομ. Ιλ.)
2. εξολοθρεύω, καταστρέφω («ἐρείπει γένος θεῶν τις» — κάποιος από τους θεούς εξολοθρεύει το γένος, Σοφ.)
3. πέφτω, ρίχνομαι πάνω σε κάποιον («τῶν προτεταγμένων δυνάμεων ἐρειπομένων εἰς αὐτόν», Πλούτ.)
4. (στον αόρ. β’) ἤριπον
καταπίπτω, πέφτω νεκρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ε- προθεματικό + θ. ρειπ- που ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα rei- «σχίζω, κόβω» με παρέκταση -ρ- (βλ. και λ. ερείκω). Στο θ. ρειπ- αντιστοιχούν το νορβ. ρ. rīfa «καταστρέφω» και το λατ. ρηματικό παράγωγο rīpa «όχθη». Συνδέεται επίσης με τα εκτεταμένης βαθμίδας παράγωγα νορβ. rīp «άνω κράσπεδο βάρκας», γερμ. διαλ. rip(e) «όχθη» και μσν. άνω γερμ. rif «όχθη». Ως α’ συνθετικό απαντά μόνο στα αρχ. ερειψι-πύλᾶς, ερειψίτοιχος του τύπου βροντησικέραυνος. Εν συνθέσει με προθέσεις μαρτυρούνται μόνο οι μέλλοντες αρχ. εξερείψω, κατερείψω.
ΠΑΡ. ερείπιο
αρχ.
ερείπιος, ερείψιμος, έρειψις, ερίπναι.