ευθυντηρία
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐθυντήριος, -ία, -ον) ευθύνω
το θηλ. ως ουσ. νεοελλ.
1. μεταλλικό, πρισματικό συνήθως, εξάρτημα μηχανής, το οποίο οδηγεί ευθύγραμμη, κυκλική ή ελικοειδή κίνηση
2. λεία πλάκα, παράλληλη προς τον άξονα του κυλίνδρου, η οποία βοηθάει την ευθύγραμμη παλινδρόμηση του εμβόλου ατμομηχανής
μσν.-αρχ.
ως επίθ. αυτός που διευθύνει, που κυβερνά («εὐθυντήριον σκῆπτρον»)
αρχ.
1. το μέρος του πλοίου στο οποίο ήταν σταθερά προσαρμοσμένο το πηδάλιο
2. το επίστρωμα στο οποίο στηρίζεται η κρηπίδα αρχαίου ναού
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐθυντήριον
κανόνας, πρότυπο.