ευνομία

Greek Monolingual

(I)
η (ΑΜ εὐνομία, Α επικ. και ιων. τ. εὐνομίη)
[[[εύνομος]] Ι]
η ύπαρξη καλών νόμων καθώς και η πιστή εφαρμογή τους, η χρηστή διοίκηση, η τάξη, η ευταξία («ἀνθρώπων ὕβριν τε καὶ εὐνομίην ἐφορῶντες», Ομ. Οδ.)
μσν.-αρχ.
η προσήλωση στην τήρηση τών θρησκευτικών εντολών και κανόνων
αρχ.
1. φρ. «οἱ ἐπὶ τῆς εὐνομίας» — τίτλος υπαλλήλων στην Κρήτη
2. ως κύριο όν.
η Εὐνομία
προσωποποίηση της ευνομίας, ως κόρης της Θέμιδος («τὴν τὰ δίκαια ἀγαπῶσαν Εὐνομίαν περὶ πλείστου ποιησαμένους», Δημοσθ.)
3. τίτλος ποιήματος του Τυρταίου
4. η τήρηση τών κανόνων, τών νόμων της τέχνης («εὐνομία μουσική», Λόγγ.).
(II)
εὐνομία, ἡ (Α) [[[εύνομος]] II]
1. (για πρόβατα) η ομαλότητα, η κανονικότητα στη νομή, στη βοσκή
2. (για μέλισσες) η επιμέλεια, η τάξη στη βοσκή, η καλή βοσκή.