ἐφυφαίνω (Α)υφαίνω μέσα ή πάνω σε κάτι, παρεμβάλλω και κάτι άλλο στο υφάδι («δολίην ἐπὶ μῆτιν ὑφαίνων», Οππ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὑφαίνω.