ἐφυφαίνω
From LSJ
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
English (LSJ)
weave in or weave upon, ἐπὶ μῆτιν ὑφαίνων Opp.C.3.415.
German (Pape)
[Seite 1124] dazu weben, übertr., in tmesi, δολίην ἐπὶ μῆτιν ὑφαίνων Opp. Cyn. 3, 415.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφῠφαίνω: ὑφαίνω ἐντὸς ἢ ἐπί τινος, ἐπὶ μῆτιν ὑφαίνων Ὀππ. Κυν. 3. 415.
Greek Monolingual
ἐφυφαίνω (Α)
υφαίνω μέσα ή πάνω σε κάτι, παρεμβάλλω και κάτι άλλο στο υφάδι («δολίην ἐπὶ μῆτιν ὑφαίνων», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὑφαίνω.