εἰσαΐω

English (LSJ)

poet.,
A = εἰσακούω, catch the sound of, hear, Sapph.Supp.1.13, Oxy.1787 Fr.3; listen, hearken to, c. gen., Theoc.7.88, A.R.1.764: c. acc., ὕμνον AP9.189, cf. Call.Jov.54, Nic.Al.220, Orac. ap. Luc.Alex.50: abs., Rhian.19.
II perceive, feel the effect of, Hp. Morb.4.37; contr. fut. and aor. forms ἐσᾴσει, ἐσᾴσειεν are prob. in ib.35,38, al.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐσ- Hp.Mul.1.4, 9
1 oír apenas, entreoír, oír μύγις δέ ποτ' εἰσάιον y a veces entreoía Sapph.62.7
c. ac. εἰσαΐω[ν] τὸ κέγχρω (sent. dud.) Sapph.5.13, ἠχὴν ἀσπίδος Call.Iou.54, ὑλαγμόν Nic.Al.220, ὡς μήτ' εἰσαΐῃς μήτ' εἰσοράᾳς ἃ ποιοῦσιν Orác. en Luc.Alex.50, γλυκὺν ὕμνον AP 9.189
gener. oír, escuchar c. gen. εὐχῆς εἰσαϊών Apolo CEG 894.3 (Delfos IV a.C.), ἐτεόν περ εἰσαΐων κριοῦ parecía que escuchaba de veras al carnero de Frixo representado en un bordado, A.R.1.764, φωνᾶς εἰσαΐων Theoc.7.88.
2 notar, percibir, equiv. medic. acusar τοῦτο ἐσαΐουσι γινόμενον ὁκόσοι σπληνώδεις τῶν ἀνθρώπων εἰσίν los pacientes de bazo perciben eso cuando sucede Hp.Morb.4.37, κἢν μὲν πολλὸν ᾖ τὸ φλέγμα, ἐσᾴσειεν ἂν τὸ σῶμα αὐτίκα Hp.Morb.4.35, cf. 38, Mul.1.4, 9.

German (Pape)

[Seite 740] (s. ἀΐω), p. = εἰσακούω; absol., Rhian. bei Schol. Ap. Rh. 3, 1. 3, 145; φωνᾶς Theocr. 7, 88; a. D.; ὕμνον Καλλιόπης Ep. ad. 521 (IX, 189); κρατερῶνσύνθημα λοχαγῶν Opp. Cvn. 1, 212.

French (Bailly abrégé)

entendre, écouter.
Étymologie: εἰς, ἀΐω¹.

Russian (Dvoretsky)

εἰσαΐω: слушать (τινός Theocr. и τι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εἰσαΐω: ποιητ. ἀντὶ τοῦ εἰσακούω, ἀκούω, ἀκροῶμαι, μετὰ γεν., Θεόκρ. 7. 88, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 764· μετ’ αἰτ., Ἀνθ. Π. 9. 180, Καλλ. εἰς Δία 54.

Greek Monolingual

εἰσαΐω (Α)
1. εισακούω
2. αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι.

Greek Monotonic

εἰσαΐω: ακούω ή ακροώμαι, εισακούω, αποδέχομαι, με γεν., σε Θεόκρ.