εισακούω

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source

Greek Monolingual

(AM εἰσακούω)
ακούω κάποιον με ευμένεια, δέχομαι ευνοϊκά την παράκληση κάποιου («εισακούει τις παρακλήσεις μου», «εἰσάκουσον της δεήσεώς μου»)
νεοελλ.
εισακούομαι
γίνονται δεκτές οι υποδείξεις μου
μσν.
1. (για δίκη) γίνομαι δεκτός
2. ονομάζομαι («οὐκ ἄν ἄλλος, ζῶντος ἐμοῦ, εἰσακουσθῆ ἀνήρ σου)»
αρχ.
1. προσέχω κάποιον, ακούω με προσοχή
2. υπακούω, υποχωρώ
3. ακούω.