εὐμετάδοτος

English (LSJ)

εὐμετάδοτον,
A readily imparting, generous, 1 Ep.Ti.6.18, Vett. Val.46.24,al., Herm.in Phdr.p.94 A.; τὸ εὐμετάδοτον = generosity, M.Ant.1.14.
II Pass., easily imparted, μυστήρια Sch.Ar.Pl.1014; of leprosy, contagious, Paul.Aeg.4.1. Adv. εὐμεταδότως Hsch. s.v. εὐσυναλλάκτως.

German (Pape)

[Seite 1080] 1) gern mitteilend, freigebig, Sp.; τό, Freigebigkeit, M. Anton. 3, 14. – 2) leicht mitzuteilen, μυστήρια Schol. Ar. Plut. 1014.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui partage volontiers ce qu'il a ; τὸ εὐμετάδοτον libéralité.
Étymologie: εὖ, μεταδίδωμι.

Russian (Dvoretsky)

εὐμετάδοτος: охотно уделяющий, щедрый NT.

Greek (Liddell-Scott)

εὐμετάδοτος: -ον, εὐκόλως, προθύμως μεταδίδων, ἐλευθέριος, Α΄ Ἐπιστ. π. Τίμ Ϛ΄, 18, Κλήμ. Ἀλ. 166· τὸ εὐμετάδοτον, ἐλευθεριότης, Μ. Ἀντών. 1. 14. ΙΙ. Παθ., εὐκόλως μεταδιδόμενος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1014. - Ἐπίρρ. -τως, Ἡσύχ. ἐν λ. εὐσυναλλάκτως.

English (Strong)

from εὖ and a presumed derivative of μεταδίδωμι; good at imparting, i.e. liberal: ready to distribute.

English (Thayer)

ἐυμεταδοτον (εὖ and μεταδίδωμι), ready or free to impart; liberal: A. V. ready to distribute). (Antoninus 1,14; 6,48.)

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐμετάδοτος, -ον)
1. αυτός που μεταδίδεται εύκολα
2. (για νόσους) αυτός που μεταδίδεται εύκολα, ο μολυσματικός, ο μεταδοτικός
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το εὐμετάδοτον
η μεγάλη μεταδοτικότητα
αρχ.
αυτός που μεταδίδει εύκολα.
επίρρ...
εὐμεταδότως (Α)
με τρόπο ευκολομετάδοτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα-δοτός (< μετα-δίδωμι)].

Greek Monotonic

εὐμετάδοτος: -ον (μεταδίδωμι), αυτός που μεταδίδει πρόθυμα, εύκολα, ελευθέριος, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

εὐ-μετάδοτος, ον μεταδίδωμι
readily imparting, generous, NTest.

Chinese

原文音譯:eÙmet£dotoj 由-姆他-多拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:好-同著-給(者)
字義溯源:樂於分給,慷慨,甘心施捨;由(εὖ / εὖγε)=好)與(μεταδίδωμι)=交出)組成;其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=善,美),而 (μεταδίδωμι)又由(μετά)*=同)與(διδῶ / δίδωμι)*=給)組成
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編
1) 甘心施捨(1) 提前6:18