щедрый
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Russian > Greek
λαμπρός, μεγαλόδωρος, μεγαλοπρεπής, μεγαλόψυχος, ἐλευθέριος, προετικός, φιλόδωρος, δωρητικός, εὐδάπανος, ἀφειδής, δαψιλής, κοινωνικός, εὐμετάδοτος, ἀμφιλαφής, ἄφθονος, μεταδοτικός, χαριστικός