щедрый
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
Russian > Greek
λαμπρός, μεγαλόδωρος, μεγαλοπρεπής, μεγαλόψυχος, ἐλευθέριος, προετικός, φιλόδωρος, δωρητικός, εὐδάπανος, ἀφειδής, δαψιλής, κοινωνικός, εὐμετάδοτος, ἀμφιλαφής, ἄφθονος, μεταδοτικός, χαριστικός