εὐναστήρ

English (LSJ)

εὐναστῆρος, ὁ, (εὐνάζω)
A = εὐνητήρ (bed partner, partner of the bed, bedfellow, husband, spouse, consort), Lyc. 144:—fem. εὐνάστειρα, metaph., Androm. ap. Gal.14.36.
II serving as an anchor, λίθος Opp.H.3.373.

German (Pape)

[Seite 1082] ῆρος, ὁ, der zur Ruhe bringt, τρητὸς λίθος Opp. H. 3, 373 (s. εὐναῖος). Bei Lycophr. 144 der Ehegatte.

Greek (Liddell-Scott)

εὐναστήρ: ῆρος, ὁ, εὐνάζω = εὐνητήρ, Λυκόφρ. 144: θηλ. εὐνάστειρα, παρὰ Γαλην. 13. 876. ΙΙ. ὁ χρησιμεύων ὡς ἄγκυρα, Ὀππ. Ἁλ. 3. 373.

Greek Monolingual

εὐναστήρ, -ῆρος, ὁ, θηλ. εὐνάστειρα (Α)
1. ευνητήρ, σύνευνος, σύζυγος
2. αυτός που χρησιμεύει ως άγκυρα («τρητόν λίθον εὐναστῆρα», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευνάζω + κατάλ. -τηρ (πρβλ. δοκιμάζω / δοκιμαστήρ, κολάζω / κολαστήρ)].