ηλεός
Greek Monolingual
ἠλεός, -ή, -ὸν και αιολ. τ. ἆλλος, -η, -ον (Α)
1. αυτός που έχει σύγχυση στον νου, μαινόμενος, άφρων, μωρός, ηλίθιος
2. αυτός που διαταράσσει τον νου («οἶνος γὰρ ἀνώγει ἠλεός», Ομ. Οδ.)
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἠλεά
ανόητα, με αφροσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τα ηλάσκω, αλώμαι ενώ η καταλ. -εός κατά τα ετ-εός, κεν-εός. Απαντά ως α' συνθετικό στο ηλέ-ματος, ενώ ο αμάρτυρος αντίστοιχος αιολ. τ. άλλος (< ālyos) απαντά πιθ. ως α' συνθετικό τών αλλο-φρονώ, αλλο-φάσσω(κατ' άλλη άποψη πρόκειται για την αόρ. αντων. άλλος) Αβέβαιη είναι και η σχέση του με το επίρρ. ήλιθα «παράλογα». Πιθ. ήλιθα < ήλιθος < ηλεός, η προέλευση όμως τών -ι- και -θ- δεν ερμηνεύεται ικανοποιητικά].