αλώμαι
Greek Monolingual
ἀλῶμαι (-άομαι) (Α)
1. περιπλανιέμαι, περιφέρομαι
2. περιπλανιέμαι μακριά από την πατρίδα, είμαι εκτοπισμένος, ζω στην εξορία
3. βρίσκομαι σε απορία, σε αδιέξοδο, είμαι αμήχανος, σαστισμένος
4. περιφέρομαι μακριά από κάποιον ή κάτι, μού λείπει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Επιτατικής σημασίας ρήμα της αρχαίας σε -άομαι (πρβλ. και ποτ-άομαι «πετώ») με συχνή χρήση τόσο στο έπος όσο και στον ποιητικό και πεζό λόγο. Ετυμολογικά συνδέεται με ΙΕ ρίζα al- «περιφέρομαι άσκοπα, περιπλανώμαι» (πρβλ. και λεττον. aluot «περιπλανώμαι»). Οι τ. πρκμ. ἀλάλησθαι, ἀλαλήμενος που απαντούν στα Ομηρικά Έπη έχουν σημασία ενεστώτα, στους τραγικούς δε απαντά σπάνια ο παράλλ. τ. ἀλαίνω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλαίνω, ἀλεία, ἀλεύω, ἀλεωρή, ἄλη, ἄλημα, ἀλήμων, ἀλήτης, ἀλητύς.
ΣΥΝΘ. απαλῶμαι, εξαλῶμαι, επαλῶμαι, συναλῶμαι].