ιμάτιο

Greek Monolingual

το (ΑΜ ἱμάτιον, Μ και ἱμάτιν και ἱμάτι)
ένδυμα, ρούχο
μσν.
ρούχο που φοριέται κατάσαρκα
αρχ.
1. εξωτερικό ένδυμα που φοριόταν πάνω από τον χιτώνα
2. (στους Ρωμαίους) η τήβεννος
3. ύφασμα που καλύπτει ή διακοσμεί κάποιον ή κάτι, σκέπασμα
4. φρ. («ἐν ἱματίοις» — με τα καθημερινά ενδύματα, χωρίς οπλισμό, εν καιρώ ειρήνης).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. της λ. εἷμα (αντί εἱμάτιον), που προήλθε με τροπή του ει σε ι λόγω αφομοιώσεως προς το ι της κατάλ. -ιον (πρβλ. βυβλίον > βιβλίον). Τύποι εἱμάτιον / ἡμάτιον μαρτυρούνται αντιστοίχως στην Ιωνική και στη Δωρική. Η λ. εχρησιμοποιείτο συχνά στον πληθ. ἱμάτια.
ΠΑΡ. αρχ. ιματεύομαι, ιματιδάριον, ιματίδιον, ιματίζω
μσν.
ιματάκιν, ιματίτσιν.
ΣΥΝΘ. ιματιοθήκη, ιματιοπράτης, ιματιοπώλης
αρχ.
ιματηγός, ιματιοκάπηλος, ιματιοκλέπτης, ιματιομίσθης, ιματιομισθωτής, ιματιοποιΐα, ιματιοπλύτης, ιματιουργός, ιματιοφόριον, ιματιοφορίς, ιματοκλέπτης
(αρχ. -μσν.) ιματιοφύλαξ].