ισόχρονος
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἰσόχρονος, -ον)
1. αυτός που γίνεται κατά την ίδια χρονική στιγμή, σύγχρονος
2. αυτός που γίνεται κατά ίσα χρονικά διαστήματα
νεοελλ.
φρ. «ισόχρονη γραμμή» — νοητή γραμμή που συνδέει όλα τα γεωγραφικά σημεία στα οποία αρχίζει να εκδηλώνεται καταιγίδα την ίδια ακριβώς ώρα
αρχ.
1. (για σφυγμό) κανονικός, ομαλός
2. γραμμ. αυτός που έχει τον ίδιο χρόνο, ομόχρονος
3. φρ. «στίχος ἰσόχρονος» — στίχος που αποτελείται από όμοιους πόδες, ολοδάκτυλος, ολοσπόνδειος κ.λπ.
επίρρ...
ισοχρόνως και -α (ΑΜ ἰσοχρόνως)
1. κατα ίσα χρονικά διαστήματα
2. συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -χρονος (< χρόνος), πρβλ. ομοιόχρονος, υστερόχρονος].