ιώδης

Greek Monolingual

(I)
-ες (Α ἰῶδης, -ες) ίον
1. αυτός που έχει το χρώμα του ίου, ιόχρους, μενεξεδής
2. το ουδ. ως ουσ. το ιώδες
α) το χρώμα που παράγεται από την ανάμιξη του ερυθρού και του κυανού, ως οπτικών αισθημάτων
β) είδος τών ιωδών χρωστικών, με φαρμακευτικές ιδιότητες (α. «κρυσταλλικό ιώδες» β. «ιώδες της γεντιανής»).
(II)
-ες (Α ἰώδης, -ες) [ιός IV]
1. σκουριασμένος
2. δηλητηριώδης
3. (μτφ., για πρόσ.) φαρμακερός, κακεντρεχής
αρχ.
πικρός, στυφός, δριμύς.