κάρφωμα
Greek Monolingual
το (Μ κάρφωμα) καρφώνω
το να καρφώνει, να στερεώνει κάποιος με καρφιά κάτι
νεοελλ.
1. ακινητοποίηση, καθήλωμα
2. κατάδοση, προδοσία
3. (στο βόλεϋ) ισχυρό χτύπημα της μπάλας ώστε αυτή να πέσει όσο το δυνατό πιο κατακόρυφα και απότομα στον χώρο της αντίπαλης ομάδας
4. μαγική ενέργεια κατά την οποία πάνω σε ομοίωμα, είδωλο προσώπου ή φανταστικής αρρώστιας μπήγουν καρφίτσες ώστε να καταστραφεί το μισητό πρόσωπο ή να εξουδετερωθεί η αρρώστια.