καμινεύω

English (LSJ)

heat in a furnace, Arist.Mir.833b25, Thphr. Lap.69, etc.; σίδηρος καμινευόμενος Str.5.2.6.

German (Pape)

[Seite 1317] im Ofen schmelzen, löthen u. dgl., im Feuer arbeiten; σίδηρος καμινευόμενος Strab. V, 224; λίθος, γύψος, Theophr.

French (Bailly abrégé)

travailler à un fourneau, à une forge ; faire brûler au feu d'un fourneau, d'une forge.
Étymologie: κάμινος.

Russian (Dvoretsky)

κᾰμινεύω: нагревать в горне, подвергать огневой обработке, т. е. раскалять, обжигать или переплавлять Arst.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμῑνεύω: χωνεύω, καίω, θερμαίνω, τήκω ἐν καμίνῳ, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 48, Ἀποσπ. 248, Θεοφρ. π. Λίθ. 69· σίδηρος καμινευόμενος Στραβ. 223.

Greek Monolingual

καμινεύω) κάμινος
λειώνω σε κάμινο, κατεργάζομαι μέταλλο ή άλλη ύλη σε καμίνισίδηρος καμινευόμενος», Στράβ.).

Greek Monotonic

κᾰμῑνεύω: μέλ. -σω, θερμαίνω στην κάμινο, σε Αριστ.

Middle Liddell

κᾰμῑνεύω, fut. -σω
to heat in a furnace, Arist. [from κάμῑνος]