κατάκτηση
Greek Monolingual
η (AM κατάκτησις) κατακτῶμαι
1. η απόκτηση, η κυριότητα, η επιτυχία μετά από αρκετές και δύσκολες προσπάθειες (α. «η κατάκτηση του πλούτου» β. «η κατάκτηση του διαστήματος» γ. «δυνάμεως ῥητορικῆς κατάκτησις», Φιλόδ.)
2. η επιβολή δύναμης με βίαιο τρόπο, η καθυπόταξη πραγμάτων, ανθρώπων, χωρών με βίαια μέσα («ἐθνῶν μεγάλων ἐπὶ κατακτήσει γῆς ἄρτι τὸν Ῥῆνον διαβεβηκότων», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. η κατακτημένη χώρα («η Αγγλία είχε πολλές κατακτήσεις»)
2. επίτευγμα («οι κατακτήσεις της επιστήμης και της τεχνολογίας είναι σήμερα αμέτρητες»)
3. η προσέλκυση του ενδιαφέροντος ενός ατόμου
4. ερωτική επιτυχία («στα νιάτα του είχε πολλές κατακτήσεις»).