καταγνάφω

English (LSJ)

[γνᾰ], lacerate, v.l. for καταγράφω, Hdt.3.108.

German (Pape)

[Seite 1343] dasselbe, v.l. für καταγράφω, Her. 3, 108.

French (Bailly abrégé)

enlever en peignant, lacérer.
Étymologie: κατά, γνάφος.

Russian (Dvoretsky)

καταγνάφω: Her. v.l. = καταγράφω 1.

Greek (Liddell-Scott)

καταγνάφω: καταδρύπτω, σπαράττω, «καταξεσχίζω», ἴδε καταγράφω ἐν ἀρχ.

Greek Monolingual

καταγνάφω (Α)
κατασπαράζω, καταξεσκίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + γνάφω «χτυπώ, βασανίζω»].

Greek Monotonic

καταγνάφω: ξεκαθαρίζω, ξεμπλέκω, κομματιάζω, ξεσχίζω, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

to comb away, lacerate, Hdt.