καταδρύπτω

From LSJ

ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδρύπτω Medium diacritics: καταδρύπτω Low diacritics: καταδρύπτω Capitals: ΚΑΤΑΔΡΥΠΤΩ
Transliteration A: katadrýptō Transliteration B: katadryptō Transliteration C: katadrypto Beta Code: katadru/ptw

English (LSJ)

tear in pieces, rend, τὸ πρόσωπον AP5.42 (Rufin., v.l. for κατατρίψεις) ; παρειάς ib.7.487 (Pers.), cf. M.Ant.6.20:—Med., κατὰ δ' ἐδρύπτοντο παρειάς Hes.Sc.243.

German (Pape)

[Seite 1347] zerkratzen, zerfleischen; in tmesi, κατὰ δ' ἐδρύπτοντο παρειάς, sie zerfleischten sich die Wangen, Hes. Sc. 243; τὸ πρόσωπον Rufin. 28 (V, 43); ὄνυξι M. Anton. 6, 20.

French (Bailly abrégé)

déchirer, écorcher, égratigner.
Étymologie: κατά, δρύπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-δρύπτω openkrabben.

Russian (Dvoretsky)

καταδρύπτω: расцарапывать, растерзывать (παρειάς Hes.; τὸ πρόσωπον Anth.).

Greek Monolingual

καταδρύπτω (Α)
ξεσχίζω, κατασπαράζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + δρύπτω «ξεσχίζω»].

Greek Monotonic

καταδρύπτω: μέλ. -ψω, σχίζω σε κομμάτια, κομματιάζω, ξεσχίζω, κατασπαράσσω, σε Ανθ. — Μέσ., σε Ησίοδ.

Greek (Liddell-Scott)

καταδρύπτω: μέλλ. -δρύψω, σπαράττω, ξεσχίζω (διὰ τῶν ὀνύχων), παρειὰς Ἀνθ. Π. 5. 43., 7. 487, πρβλ. Μ. Ἀντων. 6. 20. ― Μέσ., κατὰ δ’ ἐδρύπτοντο παρειάς, κατέσχιζον τὰς παρειάς των, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 243.

Middle Liddell

fut. -ψω
to tear in pieces, rend, Anth.:— Mid., Hes.