καταρρακόω
English (LSJ)
tear into shreds: pf. part. Pass. κατερρακωμένος in rags, S.Tr.1103.
French (Bailly abrégé)
καταρρακῶ :
mettre en lambeaux, déchirer.
Étymologie: κατά, ῥακόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-ρρακόω [κατά, ῥακόω] verscheuren.
German (Pape)
zerlumpen, zerreißen, ἄναρθρος καὶ κατερρακωμένος Soph. Tr. 1093, vom Herakles, dem das Fleisch abgerissen ist.
Russian (Dvoretsky)
καταρρακόω: разрывать в клочья, растерзывать (ἄναρθρος καὶ κατερρακωμένος Soph.).
Greek Monotonic
καταρρᾰκόω: σχίζω σε κουρέλια· μτχ. Παθ. παρακ. κατερρακωμένος, αυτός που είναι ενδεδυμένος με κουρέλια, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
καταρρᾰκόω: κατακόπτω, σχίζω, εἰς ῥάκη, κατακουρελιάζω, μετοχ. παθ. Πρκμ. κατερρακωμένος, ὡς ῥάκη τὰς σάρκας ξεσχισμένας καὶ κρεμαμένας ἔχων, ἄναρθρος κ. Σοφ. Τρ. 1103.
Middle Liddell
to tear into shreds: perf. pass. part. κατερρακωμένος in rags or tatters, Soph.