κερεαλκής
English (LSJ)
κερεαλκές, stout in the horns, ταῦρος A.R.4.468; βόες v.l. for κεραελκέες in Call.Dian.179.
German (Pape)
[Seite 1424] ές, poet. = κεραλκής; ταῦρος Ap. Rh. 4, 468; Callim. Dian. 179; Opp. Cyn. 2, 103.
Greek (Liddell-Scott)
κερεαλκής: -ές, ποιητ. ἀντὶ τοῦ κεραλκής, ἔχων ἀλκὴν εἰς τὰ κέρατα, ταῦρος Καλλ. εἰς Δήμ. 179 (ἔνθα ὁ ἐφθαρμένος τύπος κεραελκὲς διωρθώθη ὑπὸ τοῦ Bentl.), Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 468, καὶ συχν. παρὰ Νόνν.· πρβλ. μεγαλκής.
Greek Monolingual
κερεαλκής, -ές (Α)
αυτός που έχει δυνατά κέρατα («ταῦρος κερεαλκής», Απόλλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -αλκής (< αλκή), πρβλ. ετεραλκής, παναλκής].