ετεραλκής

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source

Greek Monolingual

ἑτεραλκής, -ές (Α)
1. (επίθ. της νίκης) αυτή που δίνει δύναμη σε έναν από τους δύο μαχομένους («μάχης ἑτεραλκέα νίκην» — νίκη στη μάχη που κλίνει προς το μέρος τών αντιθέτων)
2. αυτός που επηρεάζει αποφασιστικά την έκβαση της μάχης («δῆμος ἑτεραλκής»)
3. αυτός που κλίνει πότε προς το ένα μέρος και πότε προς το άλλο, ο αμφίρροποςεἶδον... γινομένην ἑτεραλκέα τὴν μάχην», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -αλκής (< αλκή «δύναμη»)
πρβλ. αναλκής].