κινητοποιώ
Greek Monolingual
1. θέτω κάτι σε κίνηση ή σε λειτουργία
2. θέτω επί ποδός, κάνω κάποιον να ενεργήσει (α. «κινητοποιήθηκαν όλοι οι συγγενείς για να βηθήσουν»)
3. επιστρατεύω ή μετακινώ σε θέσεις μάχης στρατιωτικές μονάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κινητός + -ποιῶ (< -ποιός < ποιῶ), πρβλ. κοινωνικοποιώ, τέλειοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].