κλαδεύω
English (LSJ)
prune vines, Artem. 1.51, Gp. 3.14, Epigr. in Rev.Phil. 19.178; condemned by Phryn. 149.
German (Pape)
[Seite 1445] die jungen Schößlinge, Zweige der Bäume, bes. des Weinstocks abbrechen, beschneiden; Artem. 1, 51; Clem. Al. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κλᾰδεύω: ὡς καὶ νῦν, Ἀρτεμίδ. 1. 51, Κλήμ. Ἀλ. 341, Γεωπ. 3. 14.
Greek Monolingual
(AM κλαδεύω)
κόβω τα περιττά κλαδιά δέντρου ή θάμνου για τόνωση και πλούσια καρποφορία («κλαδεῦσαι δεῖ, σκάψαι, ἀναδῆσαι», Κλήμ.)
νεοελ.
1. μτφ. χτυπώ κάποιον δυνατά
2. μτφ. σφάζω, αποκεφαλίζω, σκοτώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλάδος (Ι).
ΠΑΡ. κλάδε(υ)μα, κλάδευσις, κλαδευτήρι(ον), κλαδευτής
μσν.
κλαδεία
νεοελλ.
κλαδεμός, κλαδευτικός, κλαδευτός, κλάδος (II).
ΣΥΝΘ. αποκλαδεύω
νεοελλ.
ακροκλαδεύω, καλοκλαδεύω, κοντοκλαδεύω, ξανακλαδεύω, παρακλαδεύω, πολυκλαδεύω, χαμοκλαδεύω].