κλωνάρι

Greek Monolingual

το, (ΑΜ κλωνάριον, Μ και κλωνάρι και κλωνάριν)
μικρό κλαδί ή τρυφερός βλαστός («το σπαθί του εκρέμασεν εισέ δεντρού κλωνάρι», Ερωτόκρ.)
νεοελλ.-μσν.
μτφ. απόγονος, τέκνο κυρίως ευγενούς καταγωγής («ήρχισε κ' εμεγάλωνε το δροσερό κλωνάρι κ' επλήθαινε στην ομορφιά, στη γνώση και στη χάρη», Ερωτόκρ.)
μσν.
παραπόταμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλών + υποκορ. κατάλ. -άρι(ον) (πρβλ. λογάριον, παιδάριον)].