κογχυλιάτης

English (LSJ)

[ᾱ], ου, ὁ, = κογχίτης, X.An.3.4.10, Philostr.VA2.20.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui porte des empreintes de coquillages.
Étymologie: κογχύλιον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κογχυλιάτης -ου, ὁ [κογχύλιον] met schelpen; λίθος κ. kalksteen (waarin versteende schelpen voorkomen).

German (Pape)

[ᾱ], ὁ, = κογχίτης; λίθος Xen. An. 3.4.10.

Russian (Dvoretsky)

κογχῠλιάτης: ου adj. m носящий отпечатки раковин или содержащий окаменелые раковины (λίθος Xen.).

Greek Monolingual

ο (Α κογχυλιάτης)
ο κογχίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κογχύλη + κατάλ. -ιάτης, (πρβλ. λειμωνιάτης, πωγωνιάτης)].

Greek Monotonic

κογχῠλιάτης: [ᾱ], -ου, ὁ, ο γεμάτος κοχύλια, λίθος κογχ., μάρμαρο που εμπιερέχει απολιθωμένα όστρακα, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

κογχυλιάτης: ᾱ, ου, ὁ, = κογχίτης, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 10, Φιλόστρ. 71.

Middle Liddell

κογχῠλιά¯της, ου,
full of shells, λίθος κογχ. shelly marble, Xen.