κοιλιογραφία
Greek Monolingual
η
1. ακτινογραφία τών κοιλιών του εγκεφάλου μετά από ένεση, αφού γίνει ανάτρηση του κρανίου και παρακέντηση, σκιαγραφικής ουσίας
2. ακτινογραφία τών κοιλιών της καρδιάς μετά από ένεση σκιαγραφικής ουσίας με καθετηριασμό του οργάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β' συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. ventriculography < ventricul- (< λατ. ventriculum «κοιλίτσα») + συνδετικό φωνήεν -ο + -graphy (πρβλ. -γραφία < -γραφῶ < -γράφος < γράφω)].