κοιλιολυτώ

Greek Monolingual

κοιλιολυτῶ, -έω (Α)
προκαλώ λύση της κοιλιάς, δηλ. διευκολύνω την κένωση, ενεργώ καθαρτικώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + -λυτῶ (< λυτός), πρβλ. ακρολυτώ, ευλυτώ].