κομιστής

English (LSJ)

κομιστοῦ, ὁ,
A one who takes care of, νεκρῶν E.Supp.25.
II conductor, Id.Andr.1268.

German (Pape)

[Seite 1478] ὁ, der Führer, Bringer, Geleiter; Eur. Andr. 1208; λύχνος Asclpds. 9 (XII, 50). – Der Besorger, νεκρῶν, Bestatter, Eur. Suppl. 25.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 qui prend soin de;
2 qui porte, qui transporte, qui conduit.
Étymologie: κομίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κομιστής -οῦ [κομίζω] begeleider; verzorger:. νεκρῶν van lijken Eur. Suppl. 25.

Russian (Dvoretsky)

κομιστής: οῦ ὁ провожатый: μίμνε δ᾽ ἐς τ᾽ ἂν ἔλθω κομιστήν σου Eur. жди, пока я не выйду провожать тебя, т. е. навстречу тебе; κομιστὴς νεκρῶν Eur. погребающий мертвых.

Spanish

cuidador

Greek Monolingual

ο (Α κομιστής) κομίζω
νεοελλ.
1. αυτός που φέρνει κάτι, που κομίζει κάτικομιστής κακών αγγελιών)
2. (νομ.) ο κάτοχος ανώνυμου χρεωγράφου, ο οποίος έχει δικαίωμα να απαιτήσει την πληρωμή από τον εκδότη του
αρχ.
1. αυτός που φροντίζει για κάποιον («νεκρῶν κομιστήν», Ευρ.)
2. προπομπός («ἔστ' ἄν... λαβοῦσα Νηρῄδων χορὸν ἔλθω κομιστήν σου», Ευρ.).

Greek Monotonic

κομιστής: -οῦ, ὁ (κομίζω),
I. αυτός που περιποιείται, που φροντίζει, σε Ευρ.
II. οδηγός, φορέας, αγωγός, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

κομιστής: -οῦ, (κομίζω) ὁ φροντίζων περί τινος, κ. νεκρῶν Εὐρ. Ἱκέτ. 25. ΙΙ. ὁ κομίζων, ὁ ὁδηγῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 1268.

Middle Liddell

κομιστής, οῦ, κομίζω
I. one who takes care of, Eur.
II. a bringer, conductor, Eur.

English (Woodhouse)

one who gets back

Léxico de magia

cuidador del fuego, en plu. ἐπικαλοῦμαι καὶ εὔχομαι τὴν τελετήν, ..., ὦ τῶν κυμάτων ἐξεγερταί, ὦ πυρὸς κομισταί os invoco y suplico esta consagración, oh vosotros que levantáis las olas, oh cuidadores del fuego (en una invocación a diversos dioses) P XII 225