κοπτήρας
Greek Monolingual
ο κόπτω
1. όργανο που χρησιμοποιείται για κοπή
2. αμβλεία λεπίδα από ξύλο, κόκαλο, μέταλλο ή άλλη ύλη, που χρησιμοποιείται ως μαχαίρι για το κόψιμο φύλλων χαρτιού ή βιβλίου, χαρτοκόπτης
3. στον πληθ. οι κοπτήρες
τα μπροστινά δόντια σε κάθε ημιμόριο τών δύο γνάθων με τα οποία κόβονται οι τροφές, οι τομείς.