κοσμητικός
English (LSJ)
κοσμητική, κοσμητικόν,
A skilled in ordering or arranging, τινος Arist.Oec.1344b26, Andronic.Rhod.p.575 M. Adv. κοσμητικῶς Hierocl.Prov.p.465 B.
II ἡ κοσμητική (sc. τέχνη) art of dress and ornament, Pl.Sph.227a, Plt.282 a: κοσμητικά, τά, title of work by Crito, Gal.12.446: κοσμητικόν, τό, cosmetic, PTeb.540 (ii A. D.); title of work by Cleopatra, Gal.12.432.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne le soin de la parure ; ἡ κοσμητική (τέχνη) l'art de la parure, de la toilette.
Étymologie: κοσμέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοσμητικός -ή -όν [κοσμητός] versierings-; subst.: ἡ κοσμητική (sc. τέχνη) sierkunst.
German (Pape)
zum Ordnen, Schmücken gehörig, geschickt; ἡ κοσμητική, sc. τέχνη, die Kunst zu schmücken, Plat. Soph. 277a, Polit. 282a.
Russian (Dvoretsky)
κοσμητικός: придающий красивый вид, приводящий в порядок (τινος Arst.).
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑM κοσμητικός, -ή, όν)
1. κατάλληλος για στολισμό, διακοσμητικός
2. το θηλ. ως ουσ. η κοσμητική
η τέχνη της περιποίησης και του εξωραϊσμού του ανθρώπινου σώματος, που διαφέρει από τον στολισμό κατά τον οποίο προστίθενται στο ανθρώπινο σώμα διάφορα κινητά αντικείμενα
3. το ουδ. ως ουσ. το κοσμητικό(ν)
καλλυντικό μέσο υγιεινής περιποίησης και καλλωπισμού του δέρματος
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η παρασκευή και η εφαρμογή διαφόρων χημικών σκευασμάτων για την περιποίηση και τον καλλωπισμό του σώματος και ειδικότερα της επιδερμίδας
2. φρ. «κοσμητικό επίθετο» ή, απλώς, «κοσμητικό» — επίθετο που εξαίρει ιδιότητα ή ποιότητα ουσιαστικού
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Τὰ κοσμητικά
τίτλος έργου του Κρίτωνος.
επίρρ...
κοσμητικώς και -ά (Α κοσμητικῶς)
με κοσμητικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμῶ. Η λ., στον τ. κοσμητική, θηλ. του επιθ. ως ουσιαστικό, με σημ. «σύνολο καλλυντικών» είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cosmetic].
Greek Monotonic
κοσμητικός: -ή, -όν, επιδέξιος στην τακτοποίηση· ἡ -κή (ενν. τέχνη), η τέχνη της ένδυσης και διακόσμησης, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
κοσμητικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς τὸ διευθετεῖν, τακτοποιεῖν, διατάττειν, τινὸς Ἀριστ. Οἰκ. 1. 6, 1. ΙΙ. ἡ -κή (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ἐνδύεσθαι καὶ κοσμεῖσθαι, Πλάτ. Σοφιστ. 277Α, Πολιτ. 282Α. Ἐπίρρ. -κῶς, Ἱεροκλ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 465. 9.
Middle Liddell
κοσμητικός, ή, όν [from κοσμητής
skilled in arranging: ἡ -κή (sc, τέχνἠ, the art of dress and ornament, Plat.