[[[κούφος]] (Ι)]1.κάνω κάτι κούφιο, κοιλαίνω εσωτερικά («κούφωσα τις ντομάτες και τίς γέμισα»)2. γίνομαι κούφιος, αποκτώ κοιλότητα («κούφωσε το δόντι μου»)3. (σχετικά με παράθυρο) μισοανοίγω («κούφωσε το παράθυρο να έρθει λίγος αέρας»).