κουφώνω

Greek Monolingual

[[[κούφος]] (Ι)]
1.κάνω κάτι κούφιο, κοιλαίνω εσωτερικά («κούφωσα τις ντομάτες και τίς γέμισα»)
2. γίνομαι κούφιος, αποκτώ κοιλότητα («κούφωσε το δόντι μου»)
3. (σχετικά με παράθυρο) μισοανοίγω («κούφωσε το παράθυρο να έρθει λίγος αέρας»).